- ἀναθεραπεύω
- ἀναθεραπεύω,A rear with care,
τοὺς βλαστούς Thphr.HP4.13.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοὺς βλαστούς Thphr.HP4.13.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αναθεραπεύω — (Α ἀναθεραπεύω) νεοελλ. θεραπεύω εκ νέου, ξαναθεραπεύω αρχ. περιποιούμαι με προσοχή, φροντίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θεραπεύω] … Dictionary of Greek
θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… … Dictionary of Greek
ἀναθεραπεύοι — ἀναθεραπεύοῑ , ἀναθεραπεύω rear with care pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)